Απαλλαγή ποινικής ευθύνης εκπροσώπου ΑΕ για μη πληρωμή αγροτικών προϊόντων (άρθρο)




Γράφει ο Παναγιώτης Δαβόρας*:  Η ποινική ευθύνη για την υπερημερία πληρωμής αγροτικών προϊόντων έχει ταχθεί για την προστασία του συμφέροντος του παραγωγού αγροτικών προϊόντων ως ασθενέστερου μέρους της συναλλαγής. 

Έχοντας ως βάση αποφάσεις του Αρείου Πάγου που αναλύουν τις προϋποθέσεις απόδοσης ποινικής ευθύνης σε εκπροσώπους ανωνύμων εταιρειών για τέλεση έτερων ποινικών αδικημάτων, παρακάτω θα αναλυθεί μια προσέγγισή μου όσον αφορά την νομική θεμελίωση απαλλαγής από την ποινική ευθύνη νομίμου εκπροσώπου ΑΕ, ο οποίος όμως δεν ασκεί την πραγματική διαχείριση της εταιρίας.

Σύμφωνα με το αρ. 26 παρ. 1 ΠΚ για την τιμωρία της διάπραξης ενός πλημμελήματος πρέπει η αντικειμενική υπόστασή του να επικαλύπτεται με δόλο, εκτός αν ορίζεται ειδικώς στον νόμο ότι το συγκεκριμένο πλημμέλημα τιμωρείται και όταν τελείται με αμέλεια. Κατά το αρ. 1 ΝΔ 3224/1955 «Αγοραστής γεωργικών προϊόντων {…..} που καθίσταται υπερήμερος για την καταβολή του τιμήματος {…..} τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών και χρηματική ποινή μέχρι 500.000 δραχμές. Η ποινική δίωξη ασκείται και αυτεπαγγέλτως», ενώ κατά το αρ. 2 ΝΔ 3224/1955 «Εάν ο αγοραστής γεωργικών προϊόντων είναι εταιρία,  ευθύνεται  ο εφ`  οιωνδήποτε  τίτλω  εκπρόσωπος αυτής, ως και ο διά λογαριασμόν της εταιρείας συμβληθείς αντιπρόσωπος … ». Επομένως το πλημμέλημα της μη πληρωμής του τιμήματος αγροτικών προϊόντων, εφόσον δεν ορίζεται άλλως ειδικά, τιμωρείται μόνον όταν τελείται με δόλο.

Από τις προαναφερόμενες διατάξεις, νοούμενες σύμφωνα με τον σκοπό του νόμου να ενισχύσει την προστασία του συμφέροντος των παραγωγών αγροτικών προϊόντων με την απόδοση ευθύνης σε περίπτωση υπαίτιας υπερημερίας του αγοραστή τους, προκύπτει ότι, όταν αγοράστρια αγροτικών προϊόντων είναι εταιρεία, υπαίτιος ως αυτουργός για την τέλεση του πλημμελήματος της υπερημερίας ως προς την πληρωμή του σχετικού τιμήματος, είναι α) ο, με οποιονδήποτε τίτλο, νόμιμος εκπρόσωπος της αγοράστριας εταιρείας, β) ο ουσιαστικός - εν τοις πράγμασιν εκπρόσωπός της, και γ) όποιος συμβλήθηκε της αγοραπωλησίας των αγροτικών προϊόντων ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό της αγοράστριας εταιρείας, ενεργώντας όμως ως τρίτος και όχι ως όργανο αυτής που, κατά τον νόμο, εκφράζει και πραγματώνει τη βούλησή της. Επίσης, όταν αγοραστής αγροτικών προϊόντων είναι φυσικό πρόσωπο, υπαίτιος ως αυτουργός για την τέλεση του σχετικού πλημμελήματος είναι (εκτός από τον υπερήμερο αγοραστή) και όποιος ενήργησε κατά τη σύναψη της αγοραπωλησίας ως αντιπρόσωπος και για λογαριασμό του αγοραστή. Και στις δύο περιπτώσεις, ανεξαρτήτως δηλαδή αν αγοραστής είναι εταιρεία ή φυσικό πρόσωπο, ο αντιπρόσωπος δεν φέρει ποινική ευθύνη, αν ισχυριστεί και αποδείξει ειδική έγγραφη εντολή και πληρεξουσιοδότηση του αγοραστή προς αυτόν να ενεργήσει μέσα σε προκαθορισμένο δεσμευτικό πλαίσιο και με συγκεκριμένους όρους σύναψης της σχετικής αγοραπωλησίας και της πληρωμής του τιμήματος. Σε αυτή την περίπτωση ποινική ευθύνη φέρει μόνον ο νόμιμος εκπρόσωπος ή ο εν τοις πράγμασι εκπρόσωπος της υπερήμερης ως προς την πληρωμή εταιρίας ή το υπερήμερο φυσικό πρόσωπο, και όχι ο αντιπρόσωπος αυτών που ενήργησε την αγοραπωλησία με δέσμια εξουσία αντιπροσώπευσης (1027/2017 ΑΠ).

Ως προς τις ανώνυμες εταιρείες από τις διατάξεις των άρθ. 18 §§ 1 και 2 και 22 §§ 1 και 3 του κ.ν.2190/1920, όπως ισχύουν έως την αντικατάσταση του δικαίου ανωνύμων εταιριών με τον Ν. 4548/2018 την 01/01/2019, προκύπτει, ότι η ανώνυμη εταιρεία, που αποτελεί νομικό πρόσωπο, εκπροσωπείται δικαστικά και εξώδικα από το διοικητικό συμβούλιο αυτής, το οποίο ενεργεί συλλογικά και είναι αρμόδιο ν` αποφασίζει για κάθε πράξη που αφορά την διοίκηση της εταιρείας, την διαχείριση της περιουσίας της και γενικά την επιδίωξη του σκοπού της, εκτός από εκείνες τις πράξεις που υπάγονται στην αρμοδιότητα της Γενικής Συνέλευσης. Η ως άνω οργανική εκπροσώπηση της ανώνυμης εταιρείας μπορεί να ανατεθεί, εν όλω ή εν μέρει, σε ένα ή περισσότερα μέλη του ΔΣ ή στους διευθυντές της ή σε τρίτους με απόφαση του ΔΣ, εφόσον, βέβαια, το επιτρέπει το καταστατικό. Τα πρόσωπα αυτά είναι υποκατάστατα όργανα του Δ.Σ. και ενεργούν ως όργανα εκπροσώπησης του νομικού προσώπου της εταιρείας, εκφράζοντας πρωτογενώς την βούλησή του, και αντλούν την εξουσία τους από το νόμο και το καταστατικό (ΑΠ 704/2010). Η υποκατάσταση αυτή του Δ.Σ. από μέλος του ή από τρίτο πρόσωπο διαφέρει από τις σχέσεις της πληρεξουσιότητας και της εντολής (άρ. 216 επ. και 713 επ. ΑΚ), καθόσον ο πληρεξούσιος και ο αντιπρόσωπος δεν αποτελούν όργανα εκφράζοντα την βούληση του νομικού προσώπου, αλλά ενεργούν ως αντιπρόσωποί του πράξεις που αποφασίσθηκαν από το Δ.Σ. ή υποκατάστατα αυτού όργανα (ΑΠ 603/2013).

Στην υπ’ αριθ. 1566/2004 απόφασή του ο Άρειος Πάγος δέχθηκε ότι δεν αρκεί η ιδιότητα του αντιπροέδρου ΔΣ για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο. Επομένως συνάγουμε ότι από μόνη της η οποιαδήποτε ιδιότητα σε συλλογικό όργανο δεν είναι δυνατόν να στοιχειοθετήσει ποινική ευθύνη χωρίς τη συνδρομή και άλλων προϋποθέσεων, όπως είναι η εξουσία διαχείρισης και εκπροσώπησης της εταιρίας. Ενώ στην υπ’ αριθ. 1020/2013 απόφασή του ο Άρειος Πάγος έκρινε ότι  εκπρόσωπος ΑΕ έφερε ποινική ευθύνη, για το ίδιο ως άνω αδίκημα, διότι ασκούσε την πραγματική διοίκηση της εταιρείας από ιδιωτική βούληση έχοντας εντονότατο βαθμό διαρκούς ενεργητικής ουσιαστικής συμμετοχής και πλήρη έλεγχο της διαχείρισης, αν και δεν συμμετείχε στο εταιρικό σχήμα, αφού αυτός ήταν που πράγματι ελάμβανε τις αποφάσεις για την πορεία των εταιρικών υποθέσεων. Η απόφαση αυτή είναι σημαντική διότι συναρτά την απόδοση ποινικής ευθύνης με την πραγματική άσκηση διαχειριστικής και εκπροσωπευτικής εξουσίας.

Επομένως οδηγούμαστε εκ των ανωτέρω στον in abstracto συλλογισμό ότι για την απόδοση ποινικής ευθύνης δεν αρκεί μόνον η τυπική επίκληση της οιασδήποτε ιδιότητας μέλους συλλογικού οργάνου, αλλά θα πρέπει να προκύπτει ότι το εν λόγω πρόσωπο ασκούσε πράγματι και όχι τύποις την διαχειριστική και εκπροσωπευτική εξουσία. Κατ’ αναλογία πρέπει να γίνει δεκτό ότι η συλλογιστική αυτή πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση για την απόδοση ποινικής ευθύνης στο πρόσωπο το οποίο ασκούσε εν τοις πράγμασι και όχι τύποις την εκπροσωπευτική και διαχειριστική εξουσία της ΑΕ.

Ως εκ των ανωτέρω παραδοχών ο Δικαστής που εφαρμόζει τη διάταξη του αρ. 1 σε συνδυασμό με την διάταξη του αρ. 2 του ΝΔ 3224/1955 πρέπει να αποδίδει την ποινική ευθύνη σε νόμιμο εκπρόσωπο ΑΕ που ασκούσε την πραγματική διαχειριστική εξουσία, διότι σε διαφορετική περίπτωση, ήτοι εάν ελλείπει η πραγματική διαχειριστική και εκπροσωπευτική εξουσία σε πρόσωπο που είναι τύποις Διαχειριστής πρέπει να γίνει δεκτό ότι τότε ελλείπει και η απαιτούμενη υποκειμενική υπόσταση του δόλου για την τέλεση του εγκλήματος, διότι δεν ορίζεται ειδικά στον νόμο ότι το εν λόγω αδίκημα της υπερημερίας τιμωρείται και από αμέλεια. Επομένως εάν το ΝΔ 3224/1955 δεν εφαρμόζεται υπό το πρίσμα της ανωτέρω συλλογιστικής, όπως πολύ συχνά συμβαίνει στη δικαστηριακή πρακτική, οδηγούμαστε στην απόδοση ανεπίτρεπτης αντικειμενικής ποινικής ευθύνης.

* Ο Παναγιώτης Δημοσθ. Δαβόρας είναι Δικηγόρος και Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής του ΥΔΑΔ με έδρα τη Βέροια 

Κάντε LIKE στη σελίδα του InVeria.gr και...  μείνετε ενημερωμένοι για όλα!

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια

Κάντε LIKE στη σελίδα του InVeria.gr και...  μείνετε ενημερωμένοι για όλα!
Η αναδημοσίευση αναρτήσεων ή η χρήση πληροφορίων του InVeria.gr 
επιτρέπεται μόνο με αναφορά στην πηγή, με ενεργό σύνδεσμο